< ἀποποντόω
ἀποπορεύομαι >
ἀποπορεία
,
-ας, ἡ
1
marcha
D.C.104.4, Agath.2.31.5
•
retirada
Procop.
Pers
.1.23.17.
2
retorno
πορεία καὶ ἀποπορεία
del movimiento de un mecanismo, Hero
Aut
.12.1.