ἀποπνίγω
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [fut. ind. med. ἀποπνῐγήσομαι Ar.Nu.1504; aor. ind. pas. ἀπεπνίγη (-ῐ-) Pherecr.170, Alex.266.4, opt. ἀποπνῐγείης Ar.Eq.940; perf. inf. ἀποπεπνίξεσθαι Eun.VS 463]
I tr. en v. act.
1 estrangular, ahogar s. cont., Hippon.105.2,
μιν ἀπέπνιξανHdt.2.169,
ἵνα σ' ἀποπνίξῃAr.Eq.893,
μεAr.V.1134,
τοὺς ἄνδραςLXX To.3.8, cf. POxy.2111.36 (II d.C.)
•fig.
ἐν σαπρῷ γάρῳ βάπτοντες ἀποτινίξουσί μεPl.Com.215
•como medio para eliminar seres débiles
•mujeres y enfermos
τὰς δὲ λοιπάςHdt.3.150, cf. 159, 4.71, 160, X.HG 3.1.14,
τοὺς πάππουςAr.V.1039, cf. Hierocl.Facet.13,
τέκνονGDI 2171.18 (Delfos I a.C.), el león a su presa, LXX Na.2.13, cf. I.BI 1.551
•para inmolar (a veces ritualmente) criados y animales, Hdt.4.60, 72, en recetas médicas
καρκίνους ... ἐν οἴνῳHp.Nat.Mul.90, en v. pas. Hdt.4.72
•de las plantas ahogar, secar a otras próximas
καὶ γὰρ γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις (με)Call.Fr.194.104,
αἱ ἄκανθαι ... αὐτάEu.Matt.13.7, Eu.Luc.8.7
•matar
λιμῷ τιναAret.CA 1.9.3
•abs. asfixiar, ahogar al hombre
αἱ κυνάγχαι δεινόταται μέν εἰσι ... γὰρ ... ἀποπνίγουσιHp.Prog.23, en v. pas. Hp.Acut.17.
2 no implicando la muerte quitar el aliento o resuello
αἱ περίοδοι ... μακραὶ ἀποπνίγουσαι τοὺς λέγονταςDemetr.Eloc.303, fig.
ἦ 'ποπνίξεις γάρ με καινὴν πρός με διάλεκτον λαλῶνAntiph.171.3.
II intr. en v. med. y aor. med. pas. ἀπεπνίγη ahogarse en el agua
κίνδυνος ἀποπνιγῆναιhay peligro de ahogarse Democr.B 172, cf. D.32.6,
ἄνθρωπον ἀποπεπνιγμένον ἑόρακα μικροῦpor poco tengo que ver un ahogado Men.Dysc.668, cf. Aesop.230, Arr.Epict.2.5.12,
ἡ ἀγέλη ... ἀπεπνίγηde la piara endemoniada Eu.Luc.8.33
•ahogarse, asfixiarse
εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖνsi no queréis verme morir asfixiado (por el olor), Ar.Pax 10,
δείλαιος ἀποπνιγήσομαιpor el fuego y humo, Ar.Nu.1504,
ὑπ' ἀλλήλων ἀπεπνίγοντο καταπατούμενοιX.HG 4.4.11,
τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγηse ahogó tragando garbanzos Pherecr.l.c., cf. Ar.Eq.940, Alex.266.4,
οὔτ' ἀμφιέννυνται πλείω ἢ δύνανται φέρειν, ἀποπνιγεῖεν γὰρ ἄνX.Cyr.8.2.21
•fig. de una ciudad perecer
τῇ τῶν ἀναγκαίων σπάνειProcop.Arc.26.23.
2 no implicando la muerte sofocarse, perder el resuello
ἀποπνίγεσθαι ἐν τοῖς πόνοιςX.Eq.Mag.8.4
•fig. por el miedo o la ira, Alex.16.7,
ἐφ' οἷς ἔγωγ' ἀποπνίγομαιD.19.199,
τίς οὐκ ἂν ἀποπνιγείη πρὸς τὰς ὑπερβολάς;Lib.Or.63.15,
ὑπὸ ... τῆς ἀλαζονείας ἀποπνιγόμενονAst.Am.Hom.13.4.2.