ἀποπλήσσομαι
1 intr. privarse, quedar inconsciente
ὑπτία δὲ κλίνομαι δείσασα πρὸς δμωαῖσι καποπλήσσομαιS.Ant.1189.
2 tr. rechazar, hacer repercutir
μᾶλλον ἀποπλήττεται τὸν προσπίπτονταArist.Pr.899b24, en v. pas.
τὸν ὑετὸν γίγνεσθαι ... ἀποπληττόμενονy que se produce la lluvia al ser golpeada (por el granizo), Epicur. en Gal.19.289.