ἀποπληξία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
1 medic. apoplejía, parálisis Hp.Flat.13, Gland.12, Aph.2.42, 3.23,
ξυνουσίη ἀποπληξίη σμικρήDemocr.B 32, cf. Arist.Pr.860a33, Plu.2.124c, Aret.SD 1.7.1, 2
•c. gen.
σώματοςHp.Coac.490,
γλώσσης ... ἢ βραχίονοςHp.Coac.353,
μέρουςArist.Pr.905a17
•paralización
ἀποπληξία διανοίας ... κεκακῶσθαιHp.Ep.10 (p.324).
2 estupidez, insensatez
παύεσθαι τῆς ἀποπληξίαςAristo Phil.14.3.17,
τελειοτάτηPhld.Rh.2.273Aur., c. gen.
τοῦ ἐγκωμιάζεινPhld.Rh.1.214,
μάντεωνHiero Alexandrinus en Phleg.36.2.4.