< ἀποπήσσω
ἀποπίασμα >
ἀποπιάζω
exprimir
τὸν πόκον
LXX
Id
.6.38
•
comprimir
en v. pas.
ἀποπιασθεῖσα γαστήρ
Archig. en Orib.8.1.21.