< ἀποπίεσμα
ἀποπίμπλημι >
ἀποπιμπλάνω
aplacar
,
calmar
pas.
ὡς ἂν ... τὸ τῆς νεότητος ὀξὺ ... ἐν τοῖς προσήκουσι καὶ ἀναγκαίοις ἀποπιμπλάνοιτο
Agath.5.21.4.