ἀποπαιδαριόω


prob. mofarse, hacer objeto de burla ἀποσύνταξον μὴ ... ἐπιτηροῦντας ... ἀποπαιδαριοῦν γυμνοὺς ἱστάντας ἡμᾶς PSI 418.16 (III a.C.).