< ἀπόξυρος
ἄποξυς >
ἀποξύρω
afeitar
la cabeza
οἰκέτην πιστὸν ἀποξύρας τὰς τρίχας
Polyaen.1.24
•
de ovejas
esquilar
en v. pas., D.C.57.10.5.