ἀποξέω
• Morfología: [contr. pres. part. ἀποξοῦσιν IG 22.1672.178 (Eleusis IV a.C.), subj. ἀποξῶμεν Herod.Med. en Orib.10.37.17]


1 cortar, arrancar ἀπὸ δ' ἔξεσε χεῖρα Il.5.81, cf. Eust.524.40, (λίθος) ποιητὸν δὲ κάρηνον ἀπέξεσε Nonn.D.34.287
tallar ξόανα προσηγορεύετο διὰ τὸ ἀπεξέσθαι τῆς ὕλης Clem.Al.Prot.4.46, fig. ἡ Πυθία, πολλούς τῶν χρησμῶν ... ἀποζέουσα Eust.1.16.

2 raspar, quitar raspando τὸν κηρόν Luc.Somn.2, τοῦ σιδήρου τὸν ἰόν Gr.Nyss.Infant.69.14, τὸ ὀστοῦν Aët.15.11 (p.33)
fig. τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr.1.12.1, τὸ γῆρας Chrys.M.62.260.

3 pulir, limar τὰς παραστάδας IG 22.1672.177, 178 (Eleusis IV a.C.), cf. IG 12(2).10.12 (Mitilene III a.C.), SIG 972.125 (Lebadea II a.C.)
limpiar σπόγγοις ... ἀποξῶμεν (αὐτόν) Herod.Med.l.c.
fig. εἰς κάλλος ἑαυτοὺς ἀποξέοντες ref. al bautismo, Gr.Naz.M.36.389A
en v. pas. de la nariz ἀπεξεσμένην ἑκατέρωθεν perfilada por ambos lados Chrys.M.62.525, cf. Sud.s.u. ἀπεξεσμένον
neutr. como subst. τὸ ἀπεξεσμένον extremo afilado Hp.Nat.Mul.109
fig. fino, delicado τὸ τοῦ ἤθους ... ἀπεξεσμένον Gr.Naz.M.36.581A, δεσποίνῃ ... τὸ γῆρας ἀπεξεσμένῃ Eun.VS 496.