ἀποξαίνω
1 en v. med. lacerarse
ταῖς μάστιξιν τὰς σάρκαςLXX 4Ma.6.6.
2 aguzar en v. pas.
καλάμῳ ἀποξανθέντι ἀμφότερα τὰ μέρηAsclep.Iun. en Gal.13.1022.
ταῖς μάστιξιν τὰς σάρκαςLXX 4Ma.6.6.
καλάμῳ ἀποξανθέντι ἀμφότερα τὰ μέρηAsclep.Iun. en Gal.13.1022.