< ἀπονύχισμα
ἀπονωτίζω >
ἀπονυχιστικός
,
-ή, -όν
relativo al corte de uñas
ἀ. (
sc
. τέχνη)
arte de manicura
Sch.D.T.110.6,
An.Ox
.4.248.11.