ἀπονευρόω
1 enervar, debilitar
Κύριος, ... ἀπονευρῶν τοὺς λελυπηκόταςCyr.Al.M.71.453B,
τὸ μυσαρὸν τῶν δαιμόνων ἀπονευρῶσαι στῖφοςCyr.Al.M.76.928D
•en v. pas.
ἀπονενευρωμένοι διὰ ΧριστοῦCyr.Al.M.71.772A, cf. M.68.300A,
ἀπονευρούμενος· τὰ νεῦρα κοπτόμενοςHsch.
2 anat., en v. med.-pas. convertirse, terminar en nervios de arterias y músculos, Praxag.Cous 11, Gal.2.252, 5.206.