ἀποναρκόομαι
amodorrarse
τοὺς ἀπονεναρκωμένους καὶ ἀμαυρὰ βλέπονταςHp.Acut.(Sp.) 55, Ep.21.6, cf. Pl.R.503d
•embotarse
ἡ διάνοια ἀποναρκοῦταιHp.Coac.478.
τοὺς ἀπονεναρκωμένους καὶ ἀμαυρὰ βλέπονταςHp.Acut.(Sp.) 55, Ep.21.6, cf. Pl.R.503d
ἡ διάνοια ἀποναρκοῦταιHp.Coac.478.