ἀπομέμφομαι


reprochar, censurar abs. ἀπομεμφομένας ἐμοῦ πορευθείς E.Rh.900
c. ac. int. τι ... ἐμὶν ἀπεμέμψατο Theoc.2.144, οὐδὲν ... φανερῶς I.BI 1.475, οὐδὲν μὲν ἐκείνοις ἀπεμέμψατο Fauorin.De Ex.2.19
c. dat. quejarse τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom.2.