ἀπομάχομαι
I tr.
1 oponerse verbalmente, argumentar en contra, negarse a aceptar
τοῦτοHdt.7.136, c. or. de part. o complet.
ὁ μὲν δὴ λέγων τοιαῦτα ἀπεμάχετοHdt.1.9,
ἀπομαχόμενος μὴ λαβεῖν τὴν ἀρχήνD.H.2.60,
μὴ ἀναγκασθῆναιD.H.Comp.3.14
•abs.
ἰσχυρῶςX.An.6.2.6.
2 c. ac. de pers. rechazar, repeler
τὸν βάρβαρονX.HG 6.5.34.
II intr. físicamente y fig.
1 luchar, defenderse c. prep. y gen.
ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψουςTh.1.90,
ἐκ τῶν πλοίωνPlb.8.5.5,
ἐκ τῶν ταπεινῶνBasil.M.32.164A
•c. πρός y ac.
πρὸς τοὺς ...Plb.9.41.6,
πρὸς τὴν σύλληψινPlu.Brut.5,
πρὸς τὸν ὕπνονHld.5.1.3,
πρὸς τὴν ἐνάργειανBasil.M.30.405C
•c. dat.
τῷ πάθειPlu.Caes.17,
ταῖς ... ὁμιλίαις καὶ συγγραφαῖςPhilost.HE 5.1.
•ofrecer resistencia en un asalto callejero, Lys.3.25,
τὰ βασίλεια ... ἱκανὰ ἀπομάχεσθαιpalacio apto para defenderse X.Cyr.3.1.1.
2 en sent. fisiol. contrarrestar
(τὸ θερμόν) ἀπομάχεσθαι ... δύναταιArist.Pr.870b23, c. dat.
ταῖς ἀποφοραῖςAët.16.24.