< ἀπομφακίζω
†ἀπομωκάομαι >
ἀπομφολύγωτος
,
-ον
que no burbujea
de cocimientos
τὸ ἀ. καὶ καλῶς ξηρὸν γενέσθαι
Dsc.5.99,
ὕδωρ
Zos.Alch.207.11.