< ἀπομίσγομαι
ἀπόμισθος >
ἀπομισέω
detestar
,
aborrecer
ἀδικίαν
Eratosth.
Cat
.9, c. inf.
τὰ ἀνθρώπινα ἀναπτάσθαι εἰς τὸν οὐρανόν
Them.
Or
.15.189c.