ἀπομισθόω
arrendar, dar en arriendo o alquiler
γῆνTh.3.68, SB 7450.19 (III d.C.), cf. PCornell 8.2,
χωρίον ... ΚαλλιστράτῳLys.7.9,
τὴν τροφὴν ... τῶν ἱερῶν χηνῶνPlu.2.287b,
τὴν τοῦ σίτου δεκάτηνPolyaen.2.34, en v. pas.
οὐσία ἀπομεμισθωμένηBGU 569.2.2
•fig.
τὰ ὦταPl.R.475d,
τοὺς ὀφθαλμούςPhilostr.Im.2.17.11
•poner a sueldo
αὑτὸν ἀπεμίσθωσε τοῖς τοὺς λίθους ἐργαζομένοιςX.Eph.5.8.2
•adjudicar c. ac. de pers. y cosa
τὴν δὲ στήλη[ν] καὶ ἀναγραφὴν ἀπομισθῶσαι τοὺς τειχοποιούςDidyma 480.23
•c. ac. de pers.
τοὺς πωλητάςIG 13.45.10 (V a.C.)
•c. inf.
ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι(el cadáver de un esclavo), Ley en D.43.58.