ἀπομηκύνω
prolongar, alargar
λόγονPl.Sph.217e, Them.Or.2.39d,
τὸ πρᾶγμα ἐς γενεὰς ἄλλαςLuc.Herm.67,
μονῳδίαςPhilostr.VS 569
•abs. alargarse, ser prolijo Pl.Prt.336c
•en v. med. alargarse, extenderse
ἀπομηκύνεταί τι σῶμα λεπτόνSor.42.10,
καθ' ὃ μεταξὺ τοῦ ὄρους καὶ τῆς θαλάττης αἰγιαλὸς ἀπομηκύνεταιLuc.DMar.1.2.