< ἀπομελαίνομαι
ἀπομέλανσις >
ἀπομελανισμός
,
-οῦ, ὁ
alquim.
acción de desennegrecer
οἷόν ἐστι λεύκωσις καὶ ἀ. τῶν εἰδῶν διὰ τῆς τοῦ πυρὸς ἐνεργείας
Comarius 291.17.