ἀπομαρτυρέω
1 atestiguar, testificar
μοιa mi favor, PSI 503.14 (III a.C.),
τοῖς περὶ τὸν ΜένυλλονPlb.31.10.4, c. complet. de inf.
ἀπομαρτυρήσαντες ... πεπειθαρχηκέναι τοὺς ῬοδίουςPlb.30.31.20, abs.
περὶ τούτωνIG 22.908.6 (II a.C.), cf. 9(1).222.8 (Tritonio),
καθάπερ ... Θεόπομπος ἀπομαρτυρεῖDid.in D.14.56, cf. IG 22.889.9 (II a.C.).
2 testimoniar
εὔνοιανLXX 2Ma.12.30.