ἀπομαραίνω


I en v. act.

1 agotar, desgastar τὰν εὐθάλειαν τᾶς εὐδαιμοσύνας Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.9.5, τὰ σώματα τῶν θηλειῶν Sor.20.17, τὴν δὲ ... τῶν αἰσθήσεων ἀπομαραίνουσαν τὴν ἀκμήν Callistr.2.4, οὔτε γὰρ ἀπεμάρανε νόσου μῆκος τὸ σῶμα Chor.Or.7.47, cf. Philostr.VA 7.4, ἡ ... τρυφὴ ... τὰς ... ἡδονὰς ἀπομαραίνει D.Chr.3.83.

2 borrar del recuerdo (τὰς ... τοιαύτας διαφοράς) βραχὺς ἀπομαραίνει μοι χρόνος Chor.Decl.4.21.

II en v. med.-pas.

1 languidecer, agotarse αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀπομαραίνονται Pl.R.328d, ἡ ῥητορικὴ ἐκείνη Pl.Tht.177b, ἠφανίσθησαν ... ἀπομαρανθέντες κατὰ μικρόν Arist.Mete.343b16, καταφερομένου δὲ τοῦ ἡλίου ἀπομαραίνεται, καὶ ... ἀποθνῄσκει Arist.HA 552b22, cf. Plu.2.20b, 76f, τῇ τοῦ σώματος ἀσθενείᾳ D.C.37.11.3, del amor, Them.Or.24.305c
euf. por morir X.Ap.7, Plu.Num.21.

2 disminuir τοῦ πνεύματος ἀπομαραινομένου Arist.Mete.367b11, cf. Pr.899b1, Plu.Mar.31, ἡ φύσις Ocell.14.