ἀπομαρασμός, -οῦ, ὁ


extinción, desaparición κατὰ γὰρ τὴν τοῦ εἴδους παράθραυσιν καὶ τὸν ἀπομαρασμὸν εἴδωλον γίγνεται Dam.in Phlb.236.3.