< ἀπομαίνομαι
ἀπομακρύνω >
ἀπομακκόω
producir mudez
o
tartamudez
ἀπεμάκκωσεν αὐτὸν ἐπὶ μῆνας τρεῖς
Sitz.Wien
.265(1).1969.58.4 (Lidia, imper.).