ἀπομαγδᾰλία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.Eq.415, Philostr.VA 7.23, Paus.Gr.α 134
miga de pan que se tiraba a los perros tras la comida
ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύωνAr.Eq.414, cf. 415, Ath.409d,
λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖραPlu.Lyc.12,
εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειεAlciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.
•fig. migaja
οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃPhilostr.l.c.