ἀπολέπω
1 cortar, rebanar
οὔατα χαλκῷIl.21.455.
2 pelar
κρόμμυαHp.Morb.2.22,
ὥσπερ ᾠὸν ... ἀπολέψαντα ... τὸ λέμμαquitando la cáscara como a un huevo Ar.Au.673, en v. pas.
θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόνEpich.145, cf. Phot.α 2556.
οὔατα χαλκῷIl.21.455.
κρόμμυαHp.Morb.2.22,
ὥσπερ ᾠὸν ... ἀπολέψαντα ... τὸ λέμμαquitando la cáscara como a un huevo Ar.Au.673, en v. pas.
θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόνEpich.145, cf. Phot.α 2556.