< ἀπολέμητος
ἀπόλεμμα >
ἀπολέμιος
,
-ον
ἡμεροῦσθαι τὴν γῆν ὑπό τε [ἀ]πολεμίων καὶ ἀργίης
Hp.
Aër
.16 (cód.).