< ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός >
ἀπολογικόν
,
-οῦ, τό
ret. (εἶδος λόγων)
género apologético
o
de discursos de defensa
op. τὸ κατηγορικόν
Anaximen.
Rh
.1421
b
10, 1426
b
24.