< †ἀπόλιον·
ἀπολιπαίνω >
ἀπολιόρκητος
,
-ον
inexpugnable
πέτρα
Str.12.3.31, fig.
ὁ τῶν Στωικῶν σοφός
Plu.2.1057e,
κακίᾳ ... ἀ.
Moschio
Hyp
.9 (p.496).