< ἀπολιχμάζω
ἀπολλαπλάσιος >
ἀπολιχμάομαι
chupar
,
lamer
αἷμα
Il
.21.123,
τὸ πρόσωπον
Longus 1.5.2
•
tard. en v. act.
τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν
Fabius Pictor 4b.6.