< ἀπολιταργέω
ἀπολίτευτος >
ἀπολιταργίζω
• Morfología:
[át. fut. -ιῶ]
largarse
οὔκουν ... ἀπολιταργιεῖς ἀπὸ τῆς θύρας;
Ar.
Nu
.1253.