ἀπολιμπάνω
• Alolema(s): eol. ἀπυ- Sapph.94.5
I
σ' ἀέκοισ' ἀπυλιμπάνωSapph.l.c.,
πολλὰ τῶν οἰκείωνAristox.Harm.55.7, cf. Gal.3.295,
τὰς νομάςD.P.Au.1.30,
τὴν ΘρᾴκηνD.P.Au.2.18,
τὰ[ς ἄλ]λας κώμαςIGBulg.4.2236.81 (Escaptópara III d.C.),
τὴν χώρανPOxy.1426.12 (IV d.C.).
2 dejar tras sí
ἠχώ τινα ... ἴχνη τῶν λόγων ... ἀπολιμπάνουσανLuc.Im.13, cf. Gall.18, Lyd.Mag.2.1, c. inf. final
ἔφορόν σε καὶ ἰατρὸν εἶναιLuc.Cat.7
•abs. dejar rastro
οὐκ ἀπελίμπανεν ἐκ τῆς τροφῆς αὐτοῦSm.Ib.20.21.
3 en v. med. alejarse
τῶν ἐκεῖσεPFlor.3.15 (III d.C.).
II gram.
1 tr. perder, quedarse sin
λέξιν σημαίνουσάν τιA.D.Adu.203.18.
2 intr. faltar en el v. deponente
ἀπολιμπάνουσιν τά τε ἐνεργητικάEM 400.45G.
•en v. med. ser defectivo
τετραχὼς γὰρ ἀπολιμπάνονται αἱ φωναὶ τῶν ῥημάτωνEM 400.51G.