< Ἀπόληξις
ἀποληρέω >
ἀποληπτικός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
ἀπολημπτικός
Stud.Pal
.20.227.5 (VI/VII d.C.)
referente a un recibo
ὁμολογία
Cod.Iust
.4.21.16,
Stud.Pal
.l.c.