ἀπολελυμένως
adv. sobre el part. perf. de ἀπολύω
I
ἄρχεινCallicrat.Pyth.Hell.105.25, op. κατὰ σχέσιν:
τὰ κατὰ τὴν ... σχέσιν νοούμενα καὶ οὐκέτι ἀ. λαμβανόμεναS.E.M.8.162, cf. Ptol.Tetr.3.11.2, Basil.Eunom.588,
op. κατ' ἀντίθεσινGramm.Pap.2.28, 32.
2 libremente
ἐνεργεῖν ἀ. τὰ διαφέρονταOrigenes Io.28.7.
II
op. κατὰ σύγκρισινPhryn.PS p.1.
2 ret. sin pausas regulares
λέγεινHermog.Id.1.9 (p.266).