ἀπολαμβάνω
• Morfología: [jón. fut. -λάμψομαι Hdt.3.146; aor. pas. -λαμφθέντες Hdt.8.70; perf. med. -λέλαμμαι Hdt.9.51]
I c. ac. compl. dir. de cosas o abstr.
1 recibir lo que es debido
τὸν μισθόνHdt.8.137,
τὸν ὀφειλόμενον μισθόνX.An.7.7.14
(τὰ ὀφειλόμενα)Pl.R.332b,
τὴν προσήκουσαν τάξινPl.Lg.668e,
τὰ χρέαAnd.3.15,
τὴν ὑπόσχεσινel cumplimiento de una promesa X.Smp.3.3,
παρ' ἐμοῦ δίκαια πάνταAeschin.1.196,
χάρινIsoc.3.53,
παρ' ὧν ... τῶν ἀνηλωμένων λόγονAeschin.3.27,
ἵνα ... ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαιPl.R.614a,
τὸ μέτρονPlu.2.659b,
τὸ προσῆκονPlu.2.551a,
ἀποληψόμεθα καὶ τὸν μέλλονταcomo cumplimiento de una promesa divina, Polyc.Sm.Ep.5.2,
τὰς ἁμαρτίας αὐτῶνOrigenes Hom.16 in Ier.p.137
•de dinero prestado
τὰ χρήματαAr.Nu.1274,
ἃ ἐδάνεισανIs.5.40,
τὴν προῖκα ... ὅσην ἔδωκενIs.8.8,
εἰ [ἀπ]ολαμβάνοι ὁ δα[νιστὴς πάντ]α ὅσα μετήρχετοBGU 2070.1.28 (II d.C.),
τάλαντον ἓν ἀπολήμψομαι παρὰ σοῦPCair.Isidor.81.19, cf. 81.33 (III d.C.), PWisc.9.38 (II d.C.), 7.22 (III d.C.), PCair.Isidor.94.4 (IV d.C.)
•de herencias
πάνταtodos los bienes a la mayoría de edad, Is.9.29,
τοὺς κλήρους αὐτῶνLXX Nu.34.15,
τὰ μητρῷαPOxy.2713.25 (III d.C.)
•recuperar algo que se tenía antes o que se había perdido
τὴν τυραννίδαHdt.1.61,
ἀκέραιον τὴν πόλινHdt.3.146,
ΣόλλιονTh.5.30,
τὴν ἡγεμονίανIsoc.4.21,
τὴν εὐεργεσίανIsoc.14.57,
ἀβλαβῆ ταύτην (πατρίδα) ἀπολαβεῖνPlb.2.61.10,
ξυνάορονE.Or.654,
ἙλένηνHdt.2.119,
γυναῖκαGr.Thaum.Pan.Or.5.82, en la marcha, del pie que avanza
τὸ βάροςArist.IA 711a24,
βράδιον ... τὴν οἰκείαν δύναμινPtol.Iudic.14.20,
(τὸ σῶμα) τὴν οἰκείαν ἀπολαμβάνει ψυχήνen la otra vida, Chrys.M.62.124, fig.
ἀπολαμβάνειν ἑαυτόνrecobrarse a sí mismo Porph.Sent.40,
σεαυτήνAch.Tat.4.9.7.
2 gener. recibir
τοὺς ὅρκουςD.5.9, 18.27,
τι (χρῆμα)Plb.21.43.17,
οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν(var.) Plu.2.258b,
παῖδες ... ψυχὰς ἁγνὰς ... ἀπειληφότες παρὰ τοῦ θεοῦLXX 4Ma.18.23,
τὰ [πα]ρ' [ἐ]μοῦ γράμ[μα]ταPAbinn.23.4 (IV d.C.)
•acoger, hospedar a un visitante, Ign.Eph.2.1, PGrenf.1.53.5 (IV d.C.).
II c. idea de separación, c. ac. compl. dir. de pers.
1 c. adj. pred. tomar, llevar aparte
καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπεHdt.1.209,
αὐτὸν μόνονAr.Ra.78
•c. ac. solamente
αὐτὸν κατ' ἰδίανLXX 2Ma.6.21,
ἀπολαβὼν ... εἴς τι περίστυλον ὡς ἀναψύξοντα τὸν βασιλέαLXX 2Ma.4.46, tb. en v. med.
ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλουEu.Marc.7.33.
2 detener, cortar el paso
ὡς ἀπολάμψοιτο συχνούςHdt.9.38, c. dat. instrum.
τείχει μακρῷTh.4.102,
ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούςPl.Phd.58b, cf. Philostr.Her.67.23
•interceptar
ἰσθμούςTh.1.7
•en v. pas.
ὑπ' ἀνέμων ἀπολαμφθέντεςHdt.2.115,
ἤν που ὑπὸ ἀπλοίας ἀπολαμβανώμεθαsi es que el estado de la mar nos impedía (la navegación) Th.6.22, c. dat. agente
τἀνθρώπου καὶ νόσῳ καὶ χειμῶνι ... ἀποληφθέντοςD.8.35,
Ἀλέξανδρον ... κώμοις ἀποληφθέντα καὶ μέθαιςcortada la vida de Alejandro por los banquetes y borracheras Eus.VC 1.7
•retener
ὡς ... (τὸ αἷμα) ἀπολαμβάνηταιHp.Fract.4,
τὴν ἀναπνοὴν αὐτοῦPlu.Rom.27.
3 encerrar, aislar gener. c. compl. de lugar
αὐτὸν ... ἀπολαβόντες ἔσωTh.1.134,
ἐν μέσῳ τοὺς ΚαρχηδονίουςPlb.1.76.2,
ἐν καλῷ τοὺς πολεμίους ἀπειληφέναιtener a los enemigos en una posición favorable Plb.3.92.4, en v. pas.
ἐν νήσῳ ἀπολαμφθέντεςHdt.8.70,
ἐν τῇ ΣαλαμῖνιHdt.8.76,
ἐν ὀλίγῳHdt.8.11,
ἐν τῷ ΚιθαιρῶνιHdt.9.51,
ἐν τῇ ΕὐρώπῃHdt.8.97, 108,
πάντοθενHdt.5.101,
μέσους ἀποληφθῆναι τοὺς Ῥωμαίους ὑπὸ τῶν ΛιβύωνPlb.3.115.11,
ἐν μέσοις δήμοις καὶ τυράννοις ἀπειλημμένοιChrys.M.62.47,
οἱ ἀπειλεμμένοιlos reclusos, UPZ 60.10 (II a.C.)
•fig.
μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχεno tengas encerrada la prosperidad para tí solo E.Or.451, en v. pas.
ἐν ... τοῖς ἰδίοις λόγοις ὅταν ἀποληφθῶσινcuando quedan prisioneros de sus propias palabras Pl.Euthd.305d,
ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ἀποληφθέντα ἰατρόνPl.Grg.522a.
III c. idea de separación, c. ac. compl. dir. de cosa o abstr.
1 c. ac. de abstr. que significa parte (o c. gen. partit. o separativo) o de lugar tomar de un todo mayor
οὐ κατὰ ὅλον ἀλλ' ἀπολαβὼν μέρος τι πειράσομαι ...Pl.R.392d,
ἀπολαμβάνων ὃ ἂν ᾖ δυσχερέστατον τοῦ λόγουPl.Hp.Mi.369b,
τὴν γραφὴν ... ἐκ τῆς Ῥωμαίων φωνῆςEus.VC 2.47
•abs.
τούτῳ ἀπολαβόντες χρήσασθεservíos de ello en parte Th.6.87,
ἀπολαβὼν σκόπειconsidera separadamente Pl.Grg.495e
•medir
διὰ διόπτρας ἀπολαβεῖν ἀπὸ ἡμῶν διάστημα ἐπὶ ...Hero Dioptr.256.12, cf. 258.9, 260.5
•elegir, seleccionar
τοὺς ἐπικαίρους τόπουςLXX 2Ma.8.6,
πάντων δ' ἐξαίρετα δύο τμήματα τῆς ἑῴας ἀπολαβώνEus.LC 9 (p.221),
ἀπολαβὼν δ' ἐνταυθοῖ χώρας ἑτέραςEus.VC 3.41
•fig. c. ac. pred. tomar por, considerar (la tríada)
ἀρχὴν καὶ μεσότητα καὶ τελευτὴν ἴσηνEus.LC 7 (p.210).
2 mat. cortar, separar con una línea o plano en v. pas.
ἡμικύκλιον ἀποληφθήσεται τοῦ κύκλουArist.Mete.375b27,
ἀπειλήφθω ἡμίσους ζῳδίου περιφέρειαAutol.Ort.2.12,
ὑπὸ (πλευρᾶς) ... τῆς ἀπολαμβανομένης ἐκτὸς ὑπὸ τῆς καθέτου πρὸς τῇ ἀμβλείᾳ γωνίᾳpor la (recta) exterior comprendida entre la perpendicular y el ángulo obtuso Euc.2.12, cf. Apoll.Perg.Con.1.11
•gener.
τὴν ὑπὸ Ῥωμαίοις ἀρχὴν δυσὶ τμήμασιν ἀποληφθεῖσανel imperio romano dividido en dos partes Eus.VC 1.49.
3 c. ac. de cosa sujetar
πίνακας] ... χάλικι ἀραρότωςID 504A.11 (III a.C.),
ἀπέλαβον ἐπιούροις ἀραρότως ... τὰς σπάρτουςHero Aut.23.5, en v. pas., Hero Aut.25.5.