ἀποκύω
1 tr. dar a luz
Σεπτίμιον ΤουσκῖνονPlu.2.312a,
θήλεαAesop.5,
τὸ τέκνονPhys.A 129.3
•part. pas.
τὰ ἀποκυόμεναlos hijos Ph.2.202, 397.
2 intr. nacer
τὰ γενόμενα ... εἰς τὴν αὐγὴν ἀποκύειPs.Callisth.3.6B.
Σεπτίμιον ΤουσκῖνονPlu.2.312a,
θήλεαAesop.5,
τὸ τέκνονPhys.A 129.3
τὰ ἀποκυόμεναlos hijos Ph.2.202, 397.
τὰ γενόμενα ... εἰς τὴν αὐγὴν ἀποκύειPs.Callisth.3.6B.