< ἀποκύημα
ἀποκυητικός >
ἀποκύησις
,
-εως, ἡ
parto
Plu.2.907c, cf. Sor.32.19, Gal.9.844, 910, Ptol.
Tetr
.3.2.1, Paul.Al.50.21, 76.4.