< ἀποκεντέω
ἀπόκεντρος >
ἀποκέντησις
,
-εως, ἡ
muerte violenta
ἐξαγαγεῖν εἰς ἀποκέντησιν τὰ τέκνα αὐτοῦ
LXX
Os
.9.13.