< ἀποκαλλωπίζω
ἀποκαλυπτέος >
ἀποκάλυμμα
,
-ματος, τό
cosa revelada
,
revelación
ἀπεκάλυφθη ἀποκάλυμμα ἐν Ἰσραήλ
LXX
Id
.5.2B, cf.
PLond
.1926.10 (IV d.C.).