ἀποκωλύω


I 1c. ac. de pers. y a veces gen. cortar el paso, obstaculizar σ' ἀποκωλύσουσιν Orác. en Hdt.1.66, ἡμᾶς τῆς ὁδοῦ X.An.3.3.3, (τὸν δῆμον) οὔτ' ἀποκωλύσειν δυνατοί incapaces de contener (al pueblo) Th.3.28
fig. excluir ταῦτα ἱκανὰ εἶναι ... ὠφελίμων μαθημάτων ἀποκωλύειν X.Mem.4.7.3, 5
apartar τὴν καρδίαν μοῦ ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης LXX Ec.2.10.

2 c. ac. de pers. e inf. impedir με ... γεννᾶν Pl.Tht.150c, τὸν Ἑρμείαν ... προβαλεῖν Plu.2.739b, τοὺς γέροντας ὠφελεῖν Plu.2.797e
sólo c. inf. ἀποκωλύεις ψαῦσαί τε χεροῖν impides que (yo) toque con mis manos E.Med.1411, συνεῖναι Pl.Tht.151a, οὐδὲν ἀποκωλύει ζῆν Pl.Phlb.33a, ἐλθεῖν X.An.6.4.24, τοῦ φιλεῖσθαι X.Hier.8.1
abs. con suj. indef. impedir εἴ τι μὴ ἀποκωλύοι si no hay impedimento Th.1.72, οὐδὲν ἀποκωλύει nada lo impide Pl.R.372e, cf. Anaxag.B 4.

3 c. ac. de cosa prohibir τὰ κατὰ τὰς ᾠδὰς καὶ τὰς ὀρχήσεις Aristid.Quint.57.19
c. ac. de cosa y gen. negar, privar, excluir τὸ χρυσίον ... ἀπ' αὐτοῦ LXX 3Re.21.7, ἐκείνας (δυνάμεις) ... τῆς εἰς πάντα παρουσίας Procl.Inst.140.

II encerrar τὰ τέκνα ... εἰς οἶκον LXX 1Re.6.11.