ἀποκυΐσκω
1 parir de ratones
πάμπολλαAel.NA 9.3, en v. pas.
τὸ βρέφοςPythag.B 1a, cf. Gal.9.912
•fig. engendrar
γήϊνα ἀποκυίσκεινDidym.Gen.97.19, en v. pas.
ἀριθμόςHerm.in Phdr.134.
2 concebir abs. de las Amazonas
ἀναγκαίως ἐν ἑνὶ καιρῷ ἀποκυίσκουσιBardes.3.29.