ἀποκυέω
1 dar a luz, parir c. ac.
τὸν ὍμηρονArist.Er.76,
θυγάτριονPlu.Sull.37, en v. pas.
ἀποκυηθὲν ἄρρενPlu.Lyc.3, cf. Hdn.1.5.5
•abs., Plu.2.242c, Luc.DMar.9.1, Ael.VH 5.4, Aesop.251.1
•fig.
ὦ ... γύναι τὴν εὐσέβειαν ὁλόκληρον ἀποκυήσασαLXX 4Ma.15.17,
ἡ δὲ ἁμαρτία ... θάνατονEp.Iac.1.15, de Dios
ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείαςEp.Iac.1.18,
ἡ ἐπιστήμη ... τόνδε τὸν κόσμονPh.1.362, del primer monasterio o casa madre
μοναστήριαPall.H.Laus.32.8, cf. Iren.Lugd.Fr.1.1.1, 14.1.
2 concebir
(ἡ βοῦς) ἀπεκύησε καὶ ἐγέννησε τέκνονOrigenes M.17.77C.