< ἀποκτυπέω
ἀποκυαμεύω >
ἀποκτύπησις
,
-εως, ἡ
resonancia
τῶν θείων δογμάτων ἀποκτυπήσει καὶ εὐηχίᾳ
Cyr.Al.M.68.745B.