ἀποκρᾱνίζω
• Morfología: [aor. ἀπεκράνιξε AP 6.255 (Eryc.)]
1 arrancar de la cabeza
βοὸς κέραςAP l.c.
2 decapitar
τὸ ἀποκρανίζειν ἤγουν ἀποκόπτειν τὴν κεφαλήνEust.1850.17.
βοὸς κέραςAP l.c.
τὸ ἀποκρανίζειν ἤγουν ἀποκόπτειν τὴν κεφαλήνEust.1850.17.