ἀποκρούω


I 1arrojar, alejar violentamente c. ac. de pers. ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας X.HG 5.3.22, τὸν πύκτην AP 11.351 (Pall.)
tb. en v. med. αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι Hdt.8.61, Παρναίους Iul.Or.3.67b
en v. pas. c. gen. o adv. de lugar ἀμφοτέρωθεν ἀπεκρούσθη Th.4.107, εἰς μὲν τὸ μὴ ἀποκρούεσθαι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Eq.Mag.3.14, ταύτης (Ἰβηρίας) μὲν ἀποκρούεται Plu.Sert.7, c. ac. de direcc. πρὸς τοῦτο ἀπεκρούσθη τὸ τοῦ νεκροῦ σῶμα Gal.2.221, ἀποκρουσθέντες repelidos Plb.9.42.2.

2 gener. c. ac. de pers. y gen. apartar, alejar αὐτὸν ἀπέκρουσε τῆς ὁδοῦ Plu.Cic.47
en v. med. τῆς ἀλληλοφαγίας ἀποκρουόμενος τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23, en v. pas. μὴ καί που ἀποκρουσθῶμεν τῆς ὁδοῦ Numen.25.4
c. ac. de cosa rechazar νόσον Porph.Abst.1.53, ὕπνον Porph.Abst.1.27
en v. med. τὰς προσβολάς Hdt.4.200, Th.2.4, ὅσον γεηρόν Plot.4.7.10, ὕπνον Hierocl.in CA 19.5
refutar los argumentos de un oponente, D.H.Comp.132.12, κατηγορίαν Chor.Or.8.146
no aceptar τὰς βουλευτι[κὰς λ]ειτουργίας SB 7261.8.

3 c. ac. de cosa maltratar, destruir μηδὲ λωβήσασθαι μηδὲν ἢ ἀποκροῦσαι IG 22.13200.12 (II a.C.), 13194.22 (II d.C.)
en v. pas. κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον una tacita con el borde roto, desportillada Ar.Ach.459.

II en v. med.-pas. c. gen. de abstr. ser impedido, fracasar ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Th.8.100, τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν fracasaron en su estratagema Plb.21.28 (ap. crít. p.57).