< ἀπόκρῐτος
ἀποκρότημα >
ἀποκροτέω
1
chascar los dedos
Aristobul.9b.
2
tirar
,
arrojar
χαμαὶ δ' ἀπεκρότησε τοῦ σκέλους ἄρας
Babr.119.4.