ἀποκρημνίζω
precipitar
εἰς τὸν βόθρον ἑαυτὴν ἀπεκρήμνισενHld.2.8.4
•fig. en v. pas.
(σφυγμός) ἀποκρημνισμένοςpulso precipitado Archig. en Gal.8.662, Gal.8.942.
εἰς τὸν βόθρον ἑαυτὴν ἀπεκρήμνισενHld.2.8.4
(σφυγμός) ἀποκρημνισμένοςpulso precipitado Archig. en Gal.8.662, Gal.8.942.