< ἀποκρέμασμα
ἀποκρεμάω >
ἀποκρεμαστός
,
-ή, -όν
que cuelga de
,
colgado de
en tm.
κρεμαστὸς ἀπ' εὐλιπέος κατὰ πεύκης
de Ásbolo
, epigr. en Philostr.
Her
.73.12.