ἀποκουφίζω


1 aliviar ἡμας κακῶν E.Or.1341, οὐδὲν παθέων E.Hec.104, ἐκείνῳ ... συμφοράν Fauorin.De Ex.13.31, cf. Plu.Cleom.39
librar de (τέττιγα) λύσας ... ἐκ βροχίδων ἀπεκούφισα AP 9.372
en v. pas., de una nave μέρους ἀποκουφισθέντος descargada una parte (de la carga), Str.5.3.5
c. gen. y dat. de pers. eximir τοῦ ἐπιστάλματος ... Ἡρακλάμμωνι PHerm.Rees 67.4 (VI d.C.).

2 borrar en un registro ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου ὀνόματος ... ἀρούρας πέντε POxy.3583.6 (V d.C.), τὰ τελέσματα POxy.1887.11 (VI d.C.).