ἀποκορυφόω


I 1dar forma puntiaguda ῥέοντες παρ' ἑκατέραν τὴν πλευράν, ἀποκορυφοῦσιν αὐτῆς τὸ σχῆμα de una lengua de tierra, Plb.3.49.6
en v. med. tomar forma puntiaguda ἐν ταῖς ἀπνοίαις ἀποκορυφοῦται ... ἡ φλόξ Thphr.Ign.53, ἥκιστα ἐς ὀξὺ ἀποκορυφούμενα (acumulaciones de pus) no terminadas en punta, de forma no puntiaguda Hp.Prog.7, cf. Gal.8.327.

2 fig. hacer culminar τὴν περὶ τῶν φυσικῶν ἀρχῶν διδασκαλίαν εἰς τὴν ... θεολογίαν Simp.in Ph.1359.6, τὰς ἐναντιώσεις ἢ ἀντιθέσεις Simp.in Cael.126.3
en v. med. culminar εἰς ἓν ἀποκορυφοῦται ἡ νόησις Dam.in Prm.213.

II resumir, decir brevemente ἀπεκορύφου σφι τάδε Hdt.5.73.